Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Το ανσανσέρ.

Μια φωνή. Μια φωνή μόνο να με βγάζει από το τίποτα κάθε βράδυ για να μπορώ να κοιμάμαι, να μιλάω για βλακείες, να γελάω, και να 'μαι εγώ.  Μια φωνή, ένα χέρι, πέντε λέξεις στο κινητό, ένα μήνυμα που να μη μεταφράζεται σε "σε χρειάζομαι", αλλά σε "σε σκέφτηκα", "σε νοιάστηκα", "θέλω να ξέρω πως είσαι καλά", "μου λείπεις".

Κι είναι σα μια σταγόνα δροσερό νερό στο κατάξερο χώμα, σαν να εισπνέεις καθαρό αέρα την ώρα που το οξυγόνο σου τελειώνει κι αυτό το άθλιο τίποτα σου πλακώνει το στήθος κι έρχεται να σε νικήσει ενώ εσύ κουνάς άνευρα τις γροθιές σου, λες κι έχεις δύναμη.  Και γίνεσαι όλος μια μπάλα, χέρια, πόδια, δάκρυα και κουβέρτες και μαλλιά.

Έχουνε τέλος οι κατηφόρες;

Θυμάμαι μια ζωή να 'μαι σίγουρη πως έφτασα στον πάτο, κι εκεί που ηρεμώ κι αρχίζω να κάνω τα πρώτα μου βήματα προς το φως εκείνος δονείται, και βουλιάζει, και βαθαίνει, και μια φωνή στο βάθος του μυαλού μου γελά κοροϊδευτικά: "Δεν έχεις δει τίποτε ακόμη."

Μια φωνή.  Όχι ρε, δεν τον αντέχω τον εαυτό μου, κι έτσι όπως έγινε μόνο φαρμάκι έχει μέσα του πια.  Κι είναι αδύναμος, τόσο αδύναμος...  Ένας πύργος από τραπουλόχαρτα είναι που καταρρέει με την παραμικρή υποψία αέρα.  Αυτο-συντηρείται με μικρές ενέσεις ντροπής ("Και πώς θα πέσεις τώρα, θες να σε δουν να πέφτεις; Τι θα αξίζεις αν πέσεις ε;  Κοίτα τους άλλους, κοίτα τους πιο δυνατούς, κοίτα εκείνους που βλέπουνε τον ήλιο στα μάτια."), και γίνεται χώμα με μια λέξη (ή την απουσία της), μια σκέψη, μια αλλαγή στον αέρα. 

Και ποια φωνή προσφέρεται άραγε να αντέξει τόση απελπισία; Κανείς απ' αυτούς που σ'αγαπάνε μονάχα όταν είσαι ο κλόουν, μονάχα όταν γελάς, και μιλάς, και είσαι αστείος, και η παρουσία σου είναι αισθητή.  Αλλιώς είναι όλοι έτοιμοι να σ' αφήσουν στην ανυπαρξία σου, μόνο, δεν έχει χέρια πια.  Αλλά μήπως κι εσύ αυτό δεν κάνεις;  Μήπως αυτό δε χρειάζεσαι;  Θες κάποιον να σε κάνει να γελάς και να ξεχνιέσαι, κι όχι κάποιον που θα συμπάσχει με τη μιζέρια σου και θα της κάνει και παρέα.

Και μήπως αυτό είναι οι άλλοι; Μια φωνή που μας βγάζει για λίγο από τον απέραντο πόνο μας; Μήπως λειτουργούν σαν ναρκωτικό - έστω προσωρινό - για να μας ανεβάζουν μαζί τους; 

Κι εσύ ακόμα, αν βγεις έξω θα ξεχωρίσεις μεμιάς το πρόσωπο εκείνου που έχει φίλους από του μίζερου, του μόνου, αυτού που στέκεται απλά για να σταθεί γιατί ίσως μια μέρα ο ουρανός θα γίνει ξάστερος, καθάριος.  Και γιατί ίσως ο πάτος να μην έχει μόνο καθοδική πορεία, ίσως να λειτουργεί σαν ανσανσέρ με κρυμμένα κάπου τα κουμπιά. Ίσως.