Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Και μετά;

Dear November.
Ξεκινώντας, thank God που μου ξαναήρθε η όρεξη για γράψιμο. Ίσως να σημαίνει πως κάτι από μένα γυρίζει. Θα χρειαστώ λίγο χρόνο για να μπορέσω να έχω ξανά κάποια συνάφεια στα όσα γράφω, αλλά ειλικρινά ποιος χέστηκε τη στιγμή που ευχαριστώ τον εαυτό μου που μπορεί ξανά και κλαίει;


Μεγάλο δώρο τα συναισθήματα...


Και στην έρημο δεν είχαν φύγει, μα ήταν τόσα πολλά, τόσο ορμητικά, τόσο καταστροφικά που δεν τα άντεξα και τους έκλεισα την πόρτα.


Believe it or not, δεν είμαι δειλή, μόνο του έγινε. Όλα μόνα τους έγιναν.


Και την πόρτα την έκαιγε φωτιά, μεγάλη φωτιά, φωτιά γεμάτη οργή, φωτιά γεμάτη


μισώφοβάμαιαντέχωζηλεύωνοσταλγώδενυπάρχωείμαιμισή και


πονάωπονάωπονάωπονάωπονάωπονάωπονάω.


Κι εγώ καιγόμουν ολόκληρη κι απ' έξω το τίποτα, μια κέρινη μάσκα, μια άδεια ζωή, πλαστελίνες στους τοίχους και τσαλακωμένα βιβλία και χρώματα σε ασπρόμαυρες κόλλες χαρτί.


Ναι, κάποιοι τα λύνουν έτσι τα ψυχολογικά τους.


Και παράτα με κοπέλα μου, δε θέλω να σου πω καλημέρα για να μη σ' αγαπήσω και μετά σε χάσω και δε μου περισσεύουν δάκρυα, λυπάμαι. Και με συγχωρείς ρε φίλε, αλλά δε θέλω να σε γνωρίσω γιατί δε γουστάρω να έχω ανάγκη καμιά αγκαλιά.


Δεν είμαι δειλή, μόνο του έγινε. Όλα μόνα τους έγιναν.


Και τώρα να 'μαι εδώ ξανά, με μάτια να καίνε και με το στυλό να γλιστράει στο χαρτί κι εγώ να χαίρομαι: Καλωσήρθες Μαριλένα.


Και να ανοίγω την πόρτα στη φωτιά σιγά σιγά, δάκρυ το δάκρυ και να αιμορραγώ ναι να χαίρομαι γιατί αναγνωρίζω εκείνο το κορίτσι στον καθρέφτη. Που είναι μόνη της και πονάει, που δεν της έχει απομείνει τίποτε άλλο από στάχτες που ανασκαλεύει απελπισμένα, που θέλει να φύγει, να ζήσει, να νιώσει κι είναι κολλημένη στο τίποτα αλλά τουλάχιστον έχει τη δύναμη να κλαίει. Και να κερδίζει τα συναισθήματά της πίσω, κι ας πονάει.


Δεν είμαι γενναία, μόνο του έγινε. Όλα μόνα τους έγιναν.




Σε μιαν έρημο ζούσα για χρόνια
Το νερό μου φαρμάκι πικρό
Ο θεός μου μιλούσε για χιόνια
Κι εγώ σώπαινα μήπως σε δω

Κάποιες ώρες γεννιούνται οι ήρωες
Κάποιες ώρες τα όνειρα ζουν
Κι εσύ κρύβεσαι πίσω από πόρτες
Φως κι αέρας ποτέ μη σε δουν

Όταν θα ‘ρθεις εδώ δε θα ‘ναι πια κανείς
Δίπλα σου θα σταθώ ως την άκρη της γης
Δυο σταγόνες χαράς λουσμένες από φως
Μόνο για μια στιγμή

Κάποιος άλλος κοιτάζει απ’ τα μάτια σου
Τα πουλιά σε προσμένουν να ‘ρθεις
Πως κατάφερες πες μου και έγινες
Το πιο όμορφο χάος της γης

Κάποιες ώρες στερεύουν τα δάκρυα
Κάποιες ώρες που κλείνουν πληγές
Θα ‘ρθεις κουρασμένος μ’ όσα είδες στον δρόμο
Σε στιγμές ξεχασμένος, δε θα μένει πια χρόνος
Θα απλώσεις το χέρι, θα χαράξεις μια αρχή
Και τη νύχτα ξανά θα χαθείς